- άμπακας
- άμπακας, ο και άμπακος, ο(λ. ιταλ.)1. αρχικά, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο πυθαγόρειος πίνακας του πολλαπλασιασμού κι ύστερα η αριθμητική· φρ. «ξέρει τον άμπακο», ξέρει πολλά.2. μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Αυτός τρώει τον άμπακα (τρώει πολύ).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.